- ἀπέλυσε
- ἀπέλῡσε , ἀπολύωdestroy utterlyaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъпоустити — ОТЪПОУ|СТИТИ (351), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1.Разрешить уйти, отпустить: Проважа˫а же съ покланѧ||ниѥмь отъпѹсти ˫а. въдавъ имъ и манастырю ихъ потрѣбьна˫а. Изб 1076, 22–22 об.; и ѿпѹстить къжь(д). въ своѥи келии ˫ако (ж) хоще(т) свою слѹ(ж)бꙊ. съвьршати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… … Dictionary of Greek
Θέρισο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 113 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Επανάσταση του Θ. Με αυτή την ονομασία είναι γνωστή η επαναστατική κίνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, προϊστάμενου της… … Dictionary of Greek
Κριμαία — (διεθν. Crimea, ουκραν. Crym). Χερσόνησος στη Μαύρη θάλασσα και αυτόνομη δημοκρατία (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας. Πρωτεύουσά της είναι η Συμφερούπολη (Simferopol, 343.000 κάτ. το 2001). Η Κ. ενώνεται προς Β με την ξηρά… … Dictionary of Greek
Κωνσταντόπουλος, Κωνσταντίνος — (Τρίπολη 1832 – Αθήνα 1910). Νομομαθής και πολιτικός. Ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, όπου διακρίθηκε για τη βαθύτατη γνώση της νομικής επιστήμης και τον υπηρεσιακό του ζήλο. Όταν αποσύρθηκε από την υπηρεσία του, ασχολήθηκε με την πολιτική και το … Dictionary of Greek
Μοσχόπουλος, Νικηφόρος — (μέσα 13ου αι. – μέσα 14ου αι.). Μητροπολίτης Κρήτης (1285 1322). Διετέλεσε πρεσβευτής στη Βενετία, ενώ το 1303 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση της παραίτησης από τον οικουμενικό θρόνο του πατριάρχη… … Dictionary of Greek
Ροΐδης, Εμμανουήλ — (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις… … Dictionary of Greek
δευτεριάτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στη Δευτέρα: Με απέλυσε δευτεριάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)